- ῥίσκοι
- ῥίσκοςcoffermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… … Dictionary of Greek